- βολίσῃ
- βολίζωheave the leadaor subj mid 2nd sgβολίζωheave the leadaor subj act 3rd sgβολίζωheave the leadfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βόλιση — η [βολίζω] η βυθομέτρηση με βολίδα … Dictionary of Greek
βολιστικός — ή, ό (Α βολιστικός, ή, όν) [βολίζω] νεοελλ. ο σχετικός με τη βόλιση αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ … Dictionary of Greek